πειρακτικός
Смотреть что такое "πειρακτικός" в других словарях:
πειρακτικός — ή, ό βλ. πειραχτικός … Dictionary of Greek
μυκτηρισμός — ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) [μυκτηρίζω] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός 2. πειρακτικός λόγος αρχ. 1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας 2. αντικείμενο χλευασμού 3. απάτη, εξαπάτηση … Dictionary of Greek
πειραχτικός — και πειρακτικός, ή, ό [πειράζω] αυτός που αρέσκεται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, ειρωνικός, χλευαστικός, σκωπτικός, πειραχτήριο. επίρρ... πειραχτικά και πειρακτικά με τρόπο πειραχτικό, ειρωνικά, χλευαστικά … Dictionary of Greek
πιπεράτος — η, ο / πεπεράτος, ον, ΝΜ [πίπερι] αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζει νεοελλ. μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτον είδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση … Dictionary of Greek
σκώμμα — το / σκῶμμα, ώμματος, ΝΜΑ [σκώπτω] πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός αρχ. φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.) β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» λογοπαίγνιο (Αριστοτ.) … Dictionary of Greek