πειρακτικός

πειρακτικός
η , όν см. πειραχτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πειρακτικός" в других словарях:

  • πειρακτικός — ή, ό βλ. πειραχτικός …   Dictionary of Greek

  • μυκτηρισμός — ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) [μυκτηρίζω] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός 2. πειρακτικός λόγος αρχ. 1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας 2. αντικείμενο χλευασμού 3. απάτη, εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • πειραχτικός — και πειρακτικός, ή, ό [πειράζω] αυτός που αρέσκεται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, ειρωνικός, χλευαστικός, σκωπτικός, πειραχτήριο. επίρρ... πειραχτικά και πειρακτικά με τρόπο πειραχτικό, ειρωνικά, χλευαστικά …   Dictionary of Greek

  • πιπεράτος — η, ο / πεπεράτος, ον, ΝΜ [πίπερι] αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζει νεοελλ. μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτον είδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση …   Dictionary of Greek

  • σκώμμα — το / σκῶμμα, ώμματος, ΝΜΑ [σκώπτω] πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός αρχ. φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.) β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» λογοπαίγνιο (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»